ὑποθυμιάσῃ

ὑποθυμιάσῃ
ὑποθυμιάσηι , ὑποθυμίασις
fumigation
fem dat sg (epic)
ὑποθυμιά̱σῃ , ὑποθυμιάω
fumigate
aor subj mid 2nd sg (attic doric)
ὑποθυμιά̱σῃ , ὑποθυμιάω
fumigate
aor subj act 3rd sg (attic doric)
ὑποθυμιά̱σῃ , ὑποθυμιάω
fumigate
fut ind mid 2nd sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποθυμίαση — η / ὑποθυμίασις, άσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποθυμίησις, ήσεως, Α [ύποθυμιῶ] ο υποκαπνισμός μσν. παραγωγή καπνού με την καύση αρωματικών θυμιαμάτων …   Dictionary of Greek

  • υποκαπνισμός — ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ [ὑποκαπνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς νεοελλ. 1. (ιατρ. φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων τού σώματος στην επίδραση τού καπνού ή τού ατμού καιόμενων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”